υποθηκολόγιο

υποθηκολόγιο
το, Ν [υποθηκολόγος]
ναυτ. επίσημο βιβλίο τών λιμενικών αρχών στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες τών πλοίων, αλλ. βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκολόγος — ο, Ν ναυτ. λιμενικός αξιωματικός ο οποίος τηρεί το ναυτικό υποθηκολόγιο στις κατά τόπους λιμενικές αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”